επιπιεζω

επιπιεζω
    ἐπιπιέζω
    ἐπι-πιέζω
    сдавливать, зажимать
    

(μάστακα χερσί Hom. - in tmesi)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιπιεζω" в других словарях:

  • επιπιέζω — ἐπιπιέζω (Α) πιέζω, θλίβω επάνω («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπεπίεζε — ἐπιπιέζω press upon imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπιέζειν — ἐπιπιέζω press upon pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπιέζεσθαι — ἐπιπιέζω press upon pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπιεσμός — ἐπιπιεσμός, ὁ (Α) [επιπιέζω] πίεση από πάνω …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»